χαλαζοφόρος

χαλαζοφόρος
-α, -ο
αυτός που φέρνει χαλάζι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλαζοφόρος — α, ο / χαλαζηφόρος, ον, ΝΜ αυτός που φέρνει χαλάζι («χαλαζοφόρα σύννεφα») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το χαλαζοφόρο ζωολ. η χαλαζοφόρα στιβάδα 2. φρ. «χαλαζοφόρα στιβάδα» ζωολ. στρώμα αλβουμίνης που περιβάλλει τον κρόκο τού αβγού τών πουλιών και… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • χαλαζηφόρος — ον, Α βλ. χαλαζοφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”